- ποδιαίος
- -α, -ο / ποδιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῑος, πεπίστευται δ' εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ.β. «ποδιαῑον τόπον», Λουκιαν.γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῑος», επιγρ.δ. «ποδιαίου μέτρου», Γεωπ.)νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι («ποδιαίο οίδημα»)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ποδιαίαπλευρά με μήκος ενός ποδιού, που λαμβάνεται ως μονάδα μήκους2. φρ. «ποδιαῑον ποιοῡμαι» — ποδώ, δένω το ιστίο από τον πόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ιαίος* (πρβλ. πλεθρ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.